- αδελφωτός
- και αδερφωτός, -ή, -ό [αδελφώνω]κλάδος ή στέλεχος που συμφύεται με άλλο κλάδο ή στέλεχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδελφώνω — και αδερφώνω Ι. ενεργ. συμφιλιώνω ΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) 1. συμφιλιώνομαι 2. συνδέομαι με στενή φιλία 3. προσφέρω ή αποκτώ αδελφό 4. συνάπτω, ενώνω 5. συμφύομαι με παραφυάδες, με βλαστούς λέγεται κυρίως για τα δημητριακά, όταν εκφύονται δίδυμοι ή… … Dictionary of Greek